- εκβάλλω
- (AM ἐκβάλλω)1. ρίχνω, πετώ έξω, βγάζω με τη βία2. αφήνω κάτι να βγει από μέσα μου, εκστομίζω, λέω3. (για ποταμούς κ.λπ.) χύνομαι4. διώχνωμσν.1. (για ρούχα, οπλισμό κ.λπ.) βγάζω από πάνω μου2. θανατώνω κάποιον3. (για σπαθί) τραβώ4. (για νεκρούς) ξεθάβω5. εξορύσσω6. ξεπροβοδώ7. ελευθερώνω8. (για συναίσθημα) διώχνω9. αφαιρώ10. ξεχωρίζω, διαλέγω από ένα σύνολο11. απομακρύνω12. εκδίδω13. εγκαθιστώ άρχοντα14. βγαίνω15. μέσ. (νομ.) αποκλείω τον ενάγοντα, καταργώ τη δίκηαρχ.-μσν.1. (για φτερά) μαδώ2. (για δόντια) ξεριζώνωαρχ.1. παύω κάποιον από το αξίωμά του, τού στερώ το προνόμιο2. αποσπώ3. (για δέντρα) ξεριζώνω4. αφήνω κάτι να πέσει5. ανατρέπω, καταφρονώ6. αρνούμαι, απορρίπτω, αποκρούω7. (για γυναίκα) αποβάλλω8. (για φυτά) παράγω9. ιατρ. εξαρθρώνω10. (για παιδί) εκθέτω11. (για πτώμα) αφήνω άταφο12. (για σύζυγο) παίρνω διαζύγιο13. (για γραμμή) επιμηκύνω14. εκτείνω15. (για πηγάδι) σκάβω16. φεύγω για άλλον τόπο.
Dictionary of Greek. 2013.